- ἐνδεικτικόν
- ἐνδεικτικόςprobativemasc acc sgἐνδεικτικόςprobativeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδεικτικός — ή, ό (AM ἐνδεικτικός, ή, όν) αυτός που παρέχει ενδείξεις για κάτι, που φανερώνει κάτι («η χθεσινή δήλωση είναι ενδεικτική τών προθέσεών του», «φιλίας ἐνδεικτικόν») νεοελλ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδεικτικό σχολικό επίσημο έγγραφο το οποίο… … Dictionary of Greek
ՑՈՒՑԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0918 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c, 13c, 14c ա. δεικτικός ostensivus, demonstrativus ἑνδεικτικόν indicium. Ցուցանօղ իւիք օրինակաւ. մանաւանդ որպէս տեսակ նախատիպ. (յն. εἱδικός specialis, formalis. կամ ἱδέα species )… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ДАВИД ДИСИПАТ — ДИСИПАТ [греч. Ϫαυΐδ, Ϫαβὶδ Ϫισύπατος] († между 1347 и 1354), мон., богослов, сторонник учения свт. Григория Паламы. С. Петридис (см.: Pétridès S. David et Gabriel, hymnographes // EO. 1905. Vol. 8. P. 299) предположил возможность отождествления… … Православная энциклопедия